Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ
Λέξεις-κλειδιά:
νευροπαθητικός πόνος, περιφερική νευροπάθεια, χρόνιος πόνος, βιοψία δέρματος, ημιτονοειδής ηλεκτρική διέγερσηΠερίληψη
Περίληψη
Στόχος: Η σημασία της ποιοτικής εκτίμησης της αίσθησης πόνου μετά την ενεργοποίηση των C ινών με πρωτόκολλο διαδερμικής ημιτονοειδούς διέγερσης και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων με βιοψία δέρματος.
Μέθοδοι: Συμμετείχαν 30 υγιείς εθελοντές ηλικίας 20-30 ετών (17 γυναίκες και 18 άντρες) μετά από ενημέσωση και έγγραφη συγκατάθεση. Χορηγήθηκαν παλμοί ημιτονοειδούς κύματος διάρκειας 0,5 δευτερολέπτων (1 Hz) σε αυξανόμενες εντάσεις από 0,2 έως 1 mA από έναν διεγέρτη σταθερού ρεύματος. Εκτός από τη διέγερση ημιτονοειδούς κύματος, παλμοί ημιτονοειδούς κύματος διάρκειας 60 δευτερολέπτων (4Hz) χορηγήθηκαν σε ένταση 0,2 mA επίσης από τον διεγέρτη σταθερού ρεύματος (Digitimer Ltd, Welwyn Garden City, UK) που ελέγχεται από το DAPSYS 8 (www.dapsys.net ). Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν βιοψίες δέρματος πάχους 3 mm, 10 cm πάνω από τον δεξιό έξω σφυρό και στη μεσότητα του δεξιού αντιβραχίου.
Αποτελέσματα: Αποδεικνύεται ότι η χορήγηση διαδερμικού ημιτονοειδούς ρεύματος κατά την προσπάθεια διέγερσης μηχανοευαίσθητων ινών C, όταν η ένταση του χορηγούμενου ρεύματος αυξάνεται, αυξάνει και η αίσθηση πόνου ακολουθώντας το ίδιο πρότυπο. Εαν παρατηρήσουμε διαφορετικό σχήμα ενεργοποίησης στις ίνες C, μπορεί να είναι ένδειξη νευροπαθητικού πόνου. Όσον αφορά τις μηχανο-ευαίσθητες ίνες C του πόνου, όταν προσπαθούμε να τις διεγείρουμε τις ίνες αυτές αναμένουμε αυξανόμενη αίσθηση πόνου και στη συνέχεια εξοικείωση, απευαισθητοποίηση και μείωση της αίσθησης πόνου. Ως αποτέλεσμα, εάν αυτό το σχήμα δεν παρατηρηθεί όταν το ημιτονοειδές κύμα χορηγείται διαδερμικά με διάρκεια 1 λεπτό και παρατηρήσουμε ένα διαφορετικό σχήμα, μπορεί να εμπλέκεται νευροπάθεια ινών C και νευροπαθητικός πόνος. Όσον αφορά τις βιοψίες δέρματος, παρατηρήθηκε συσχέτιση μεταξύ της αίσθησης πόνου, του ημιτονοειδούς κύματος (που χορηγήθηκε διαδερμικά για την διέγερση των μηχανο-ευαίσθητων C ινών πόνου στο αντιβράχιο), και της πυκνότητας των νευρικών ινών. Παρατηρήθηκε συσχέτιση μεταξύ των διχασμένων ινών της θέσης βιοψίας και της αίσθησης πόνου όταν διεγείρονται μηχανοευαίσθητες και μηχανοευαίσθητες ίνες, κάτι που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Επίσης, παρατηρείται συσχέτιση μεταξύ των υπολειμμάτων νευρικών ινών του υποεπιδερμικού νευρικού πλέγματος και των μηχανο-ευαίσθητων νευρικών ινών πόνου που χρήζει επίσης περαιτέρω διερεύνησης.
Συμπέρασμα: Η βιοψία δέρματος και η διαδερμική ηλεκτρική διέγερση είναι πολλά υποσχόμενα διαθέσιμα εργαλεία για τη διάγνωση των νευροπαθειών των ινών C και την αξιολόγηση του νευροπαθητικού πόνου.